Μεταπολεμική ποίηση

Οι μαθητές χρησιμοποιώντας στίχους ή φράσεις από μεταπολεμικά ποιήματα, συνέθεσαν τα δικά τους πρωτότυπα κείμενα


O καιόμενος - Ο στρατιώτης ποιητής - Με τι μάτια τώρα πια - Ο άνθρωπος με το κασκέτο

Φωνές  λογοτεχνών  με  τίτλους  μίλησαν με τις φωνές των παιδιών μας

… πόλεμος, φωτιά, φρίκη παντού. Ένα εικοσάχρονο παλλικαράκι ντυμένο στρατιώτης περιπλανιέται απορημένος ανάμεσα σε σωρούς και αποκαΐδια. Κάποιοι  τον σταματούν και τον ρωτούν: «τι ζητάς εσύ εδώ;» τους κοιτά και αποκρίνεται: «εγώ ήμουν ποιητής. Τώρα όμως έγινα στρατιώτης – ποιητής». Δεν προλαβαίνει να τελειώσει τη φράση του και βλέπει τρεις στρατιώτες να κυνηγούν έναν άνθρωπο με το κασκέτο. Τον πιάνουν, τον δένουν και τον περιχύνουν με οινόπνευμα. Χωρίς ο άνθρωπος να το καταλάβει βρίσκεται καιόμενος και όλοι  τον κοιτούν με απάθεια. Βλέποντας όλα αυτά ο εικοσάχρονος στρατιώτης σκέφτεται: με τι μάτια τώρα πια θα αντικρίζω την ομορφιά της ποίησης όταν όλα σβήστηκαν από την μαυρίλα του πολέμου;                                                                                                                          
Γ. ΒΕΝΕΤΗ

Σ΄ ένα χωριό πολύ μακριά, καθόταν δίπλα σε ένα ποτάμι ένας στρατιώτης που ήταν και ποιητής. Καθώς πλησίαζα  προς το μέρος του κατάλαβα ότι κάτι τον απασχολούσε και ήταν δυστυχισμένος. Όταν τον ρώτησα αν του συνέβη κάτι, μου απάντησε ότι μάλωσε με τον καλύτερό του φίλο  που τον έλεγαν Καιόμενο. Στο τέλος μου είπε κάτι που πιστεύω ότι δεν θα ξεχάσω ποτέ. «Με τι μάτια τώρα πια θα αντικρίζω τον ουρανό, τον ήλιο, τη φύση ενώ θα ξέρω ότι δεν έχω ένα φίλο για να μοιραστώ αυτό το συναίσθημα;»                                                    
ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ Α.

Ένα βράδυ του εμφυλίου ένας άνθρωπος με κασκέτο περιπλανιέται στους έρημους δρόμους. Στρίβοντας σ’ ένα δρομάκι αντικρίζει έναν στρατιώτη και μια κοπέλα να κάθονται στα σκαλοπάτια ενός σπιτιού. Εκείνος τις απαγγέλλει ποιήματα. Τι παράξενο σκέπτεται ο άνθρωπος... ένας στρατιώτης ποιητής, ενώ την προσοχή του τραβά η ομορφιά της κοπέλας. Βλέποντας ο στρατιώτης τον παράξενο άνθρωπο ταράζεται. Σηκώνεται καιόμενος από ζήλια γι’ αυτόν. Δεν αργούν να βγουν τα όπλα. Ο στρατιώτης πέφτει νεκρός ενώ η κοπέλα φωνάζει το όνομά του. Απλώνει τα χέρια της χωρίς να μπορεί να τον φτάσει. Όταν αντιλαμβάνεται τι έχει συμβεί, κλαίγοντας μονολογεί. Με τι μάτια τώρα πια θα βλέπω από εδώ και πέρα τον κόσμο, αφού αυτός ήταν το φως μου;                                                                                                                              
ΒΕΝΕΤΗ Μ.

Ο στρατιώτης ποιητής
Πολεμά!
Μέσα στις φλόγες καίγεται.
Καιόμενος,
Καιόμενος μέσα στις φλόγες.
Καιόμενος στην ψυχή.
Με τι μάτια τώρα πια,
Θα δω ξανά τον άνθρωπο με το κασκέτο;
Δυστυχώς, αυτό είναι ο πόλεμος…
Απώλειες…
Γιατί ο στρατιώτης πολεμά…
Μα καίγεται;;;;;;            
ΔΑΔΗΛΑΣ Δ.            
                           
Ο Χ. έχει μεγαλώσει πολύ πια. Είναι στην ηλικία, λίγο πριν το τέλος της ζωής του, όπου με θάρρος κοιτάει πίσω του και έχει τη δύναμη να κρίνει τον εαυτό του. Κρίνει όμως και μετανιώνει για τις πράξεις του πολύ αργά. Έχει μετανιώσει ειλικρινά για αυτά που έκανε, με ευχαρίστηση τότε, στα πλαίσια του επαγγέλματός του. Ο Χ. δεν είναι πια ο άνθρωπος με το κασκέτο που βασάνιζε αλόγιστα τον κόσμο και δεν δίσταζε να τους ρίξει στην  «πυρά» πολλές φορές. Αυτή ήταν άλλωστε η αρμοδιότητά του. Με τι μάτια  όμως τώρα πια θα γυρίσει να κοιτάξει τους καιόμενους; Πώς μπορεί τώρα πια να επανορθώσει και να σώσει τους καιόμενους συνανθρώπους, τον καιόμενο φίλο του. Αυτόν που για κάποιους αποτέλεσε σημείο μίσους τον οποίο κατάφεραν να εκδικηθούν. Και άλλοτε για κάποιον στρατιώτη ποιητή που παρακολουθούσε από κοντά τα πάθη του καιόμενου, αποτέλεσε σημείο θαυμασμού και έμπνευσης. Ήταν αυτός ο στρατιώτης ποιητής που πάντα υμνούσε και σεβόταν τα πάθη που ο Χ. είχε προξενήσει στους καιόμενους. Τι μπορεί λοιπόν πλέον να κάνει ο πρώην άνθρωπος με το κασκέτο; Ίσως να πλησιάσει τον στρατιώτη ποιητή για να θαυμάσει και να υμνήσει μαζί του αυτούς τους ανθρώπους!!!!!!!                  
ΓΙΑΪΛΟΓΛΟΥ Α.

Με τι καρδιά με τι ψυχή με τι μάτια τώρα πια θα αμυνθείς μιας και κείτεσαι στο έδαφος καιόμενος ως στρατιώτης ποιητής στην άνιση μάχη της αγάπης, χτυπημένος από τον άνθρωπο με το κασκέτο;                                             
ΑΝΔΡΕΑΔΟΥ Μ.

Τα περιθώρια για τον άνθρωπο με το κασκέτο στενεύουν. Είναι φυλακισμένος και δέχεται χτυπήματα καθημερινά ,σωματικά και ψυχικά. Σωματικά γιατί τον χτυπούν οι φύλακες και ψυχικά γιατί ζει σε μια κατάσταση ανελευθερίας. Νιώθει αδύναμος και δεν δύναται να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του. Αποφασίζει λοιπόν να γίνει στρατιώτης ποιητής και να βρει στην ποίηση την γιατρειά για τους πόνους του. «Πολεμάει» τις δυσκολίες του με τη βοήθεια της τέχνης και βρίσκει διέξοδο για τη λύση των προβλημάτων του. Ωστόσο, αισθάνεται «καιόμενος» και θυσιάζεται για τα πιστεύω του, τις αξίες και τα ιδανικά του. Όταν νυχτώνει και μένει μόνος σκέφτεται με τι μάτια τώρα πια θα αντικρύσει τον ήλιο το πρωί και θα αγωνιστεί ξανά με υπομονή και επιμονή…                                                             
 ΑΔΑΛΑΚΗ Β.

Με τι μάτια τώρα πια να σε δω,
όταν μπροστά μου καίγεσαι;
Όταν καιόμενος στα μάτια των πολλών
ξυπνάς συνειδήσεις;
Με πόση δύναμη να πω σε έναν τέτοιο
«στρατιώτη»
αυτά που ενδόμυχα μου κρύβω;
Που με ντροπή αμέτοχος ακόμα μένω
στην  Ποίηση που φτιάχνεις;
Μ’ αυτήν που στρατιώτης - ποιητής
κατέληξες να μάχεσαι για τα ιδανικά
πιο ιδανικά.
Άραγε θα έχω το θάρρος να ενταχθώ
μες στο ολοκαύτωμα ή θα μείνω πάλι
κρυμμένος κάτω από το κασκέτο;
Οι περισσότεροι ... άνθρωποι με κασκέτα είμαστε!
ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ Θ.

Υ.Γ. Και οι μεγάλοι λογοτέχνες δεν ήταν κάποτε μικροί;


Τάκης Σινόπουλος «Ο καιόμενος»

Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.


Μίλτος Σαχτούρης «Ο στρατιώτης ποιητής»

Δεν έχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου

Τη μιαν ημέρα έτρεμα
την άλλην ανατρίχιαζα
μέσα στο φόβο
μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου

Δεν έχω γράψει ποιήματα
δεν έχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω


Άρης Αλεξάνδρου «Με τι μάτια τώρα πια»

Βιάστηκες μητέρα να πεθάνεις.
Δεν λέω, είχες αρρωστήσει από φασισμό
κι ήταν λίγο το ψωμί έλειπα κι εγώ στην εξορία
ήτανε λίγος ο ύπνος κι ατέλειωτες οι νύχτες
μα πάλι ποιος ο λόγος να απελπιστείς προτού να κλείσεις
τα εξηντατέσσερα
μπορούσες να 'σφιγγες τα δόντια
έστω κι αυτά τα ψεύτικα τα χρυσά σου δόντια
μπορούσες ν' αρπαζόσουνα από 'να φύλλο πράσινο
απ' τα γυμνά κλαδιά
απ' τον κορμό
μα ναι το ξέρω
γλιστράν τα χέρια κι ο κορμός του χρόνου δεν έχει φλούδα
να πιαστείς
όμως εσύ να τα 'μπηγες τα νύχια
και να τραβούσες έτσι πεντέξι-δέκα χρόνια
σαν τους μισοπνιγμένους που τους τραβάει ο χείμαρρος
κολλημένους στο δοκάρι του γκρεμισμένου τους σπιτιού.
Τι βαραίνουν δέκα χρόνια για να με ξαναδείς
να ξαναδείς ειρηνικότερες ημέρες και να πας
στο παιδικό σου σπίτι με τον φράχτη πνιγμένο ν στα λουλούδια
να ζήσεις μες στη δίκαιη γαλήνη
ακούγοντας τον πόλεμο
σαν τον απόμακρο αχό του καταρράχτη
να 'χεις μια στέγη σίγουρη σαν άστρο
να χωράει το σπίτι μας την καρδιά των ανθρώπων
κι από τη μέσα κάμαρα-
όμως εσύ μητέρα βιάστηκες πολύ
και τώρα με τι χέρια να 'ρθεις και να μ' αγγίξεις μέσ'
από τη σίτα
με τι πόδια να ζυγώσεις εδώ που 'χω τριγύρω μου τις πέτρες
σιγουρεμένες σαν ντουβάρια φυλακής
με τι μάτια τώρα πια να δεις πως μέσα δω χωράει
όλη η καρδιά του αυριανού μας κόσμου
τσαλαπατημένη
κι από τον δίπλα θάλαμο ποτίζει η θλίψη
σαν υγρασία σάπιου χόρτου.


Τάσος Λειβαδίτης «Ο άνθρωπος με το κασκέτο» (απόσπασμα)

16. Και την πρώτη νύχτα μπήκε μες στο κελί ένας άνθρωπος που ‘χε χάσει το πρόσωπό του, κι ακούμπησε το φανάρι που κρατούσε κάτω στο πάτωμα.
17. Κι ο ίσκιος του μεγάλωσε πάνω στον τοίχο
18. Και τον ερώτησε: πού έχεις κρυμμένα τα όπλα;
19. Κι εκείνος, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν’ απαντήσει,
20. έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του.
21. Και τότε τον χτύπησε. Ύστερα μπήκε άλλος άνθρωπος που ‘χε χάσει το πρόσωπό του και τον χτύπησε κι αυτός.
22. Κι οι άνθρωποι που ‘χαν χάσει το πρόσωπό τους ήταν πολλοί.
23. Και ξημέρωσε . Και βράδιασε.
24. Ημέρες σαράντα.
25 Κι ήρθαν στιγμές που φοβήθηκε πως θα χάσει το λογικό του.
26. Και τον έσωσε μια μικρή αράχνη στη γωνιά, που την έβλεπε ακούραστη κι υπομονετική να υφαίνει τον ιστό της.
27. Και κάθε μέρα τής τον χάλαγαν με τις μπότες τους μπαίνοντας.
28. Κι εκείνη τον ξανάρχιζε κάθε μέρα. Και της τον χάλαγαν πάλι. Και τ’ άρχιζε ξανά.
29. Εις τους αιώνας των αιώνων


Ο στρατιώτης μαθητής

Δεν έχω γράψει διαγωνίσματα
μέσα στα φροντιστήρια
μέσα στα σχολεία
κύλησε η ζωή μου

Τη μιαν ημέρα μαθηματικά
την άλλη λατινικά
μέσα στο άγχος
μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου

Δεν έχω γράψει διαγωνίσματα
δεν έχω γράψει κριτήρια
μόνο σκονάκια
σε χαρτάκια σημειώνω

ΥΓ. Τα παιδιά του Γ1 ΓΕΛ ΧΡΥΣΟΥΠΟΛΗΣ είχαν έμπνευση. Μετέγραψαν το ποίημα του Μ.ΣΑΧΤΟΥΡΗ «Ο στρατιώτης ποιητής»  στη δική τους εκδοχή. Μέσα στην ασφυχτική πίεση των γεγονότων, η ποιητική δραστηριότητα κρύβεται και δρα μυστικά, μοναχικά και συνωμοτικά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου